κυριολογίαν

κυριολογίαν
κυριολογίᾱν , κυριολογία
proper meaning
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυριολογία — κυριολογία, ἡ (Α) [κυριολογώ] 1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους 2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης 3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῡ», Αθανάσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”